- πυκνή
- πυκνόςclosefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύκνη — ἡ, Α [Πνύξ, Πυκνός] (κατά τον Φώτ.) η Πνύκα … Dictionary of Greek
πυκνῇ — πυκνάζω to be frequent fut ind mid 2nd sg (doric) πυκνάζω to be frequent fut ind act 3rd sg (doric) πυκνός close fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνῆι — πυκνῇ , πυκνάζω to be frequent fut ind mid 2nd sg (doric) πυκνῇ , πυκνάζω to be frequent fut ind act 3rd sg (doric) πυκνῇ , πυκνός close fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρικό νέφος — Πυκνή συγκέντρωση αστέρων, που βρίσκονται κυρίως στη διεύθυνση της μεγαλύτερης κατανομής, δηλαδή στον πυρήνα του τοπικού Γαλαξία αλλά και κατά μήκος των βραχιόνων του. Τα α.ν. φαίνονται και με γυμνό μάτι, εκτείνονται σε πάρα πολύ μεγάλες… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
συνασπίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση 2. μέσ. συνασπίζομαι (για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού μσν. αρχ. τάσσομαι σε πυκνή παράταξη αρχ. 1. είμαι συστρατιώτης 2. (κατ επέκτ … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek
λογγιάζω — [λόγγος] 1. καλύπτω μια έκταση με πυκνή βλάστηση, σχηματίζω θαμνώδες δάσος 2. (για έδαφος) γίνομαι λόγγος από την πυκνή βλάστηση, καλύπτομαι από θαμνώδη βλάστηση … Dictionary of Greek